Μελετούν rapid test και για εμβολιασμένους


Τα νέα δεδομένα της πανδημίας, μελετούν επιστήμονες και υπουργείο Υγείας ενώ γίνονται σκέψεις για αναθεώρηση μέτρων και πρακτικών που ισχύουν και εφαρμόζονται σήμερα, ενόψει και της χειμερινής περιόδου. Στο μικροσκόπιο, και χωρίς να έχουν ληφθεί αποφάσεις ή να έχουν διαμορφωθεί συγκεκριμένες εισηγήσεις, βρίσκονται ήδη τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο SafePass και ο τρόπος αντιμετώπισης των εμβολιασμένων ατόμων, με δεδομένο το γεγονός ότι αποδεδειγμένα και τα εμβολιασμένα άτομα, έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό, μολύνονται και μεταδίδουν τον ιό, κάτι το οποίο ίσως επιβάλλει, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις σε αρχικό στάδιο, την επαναφορά των τακτικών ελέγχων με τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου. 

Εκτενής είναι βεβαίως και η συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη και αφορά τη διαδικασία ιχνηλάτησης των κρουσμάτων που εντοπίζονται στις σχολικές μονάδες αφού στόχος τόσο των επιστημόνων όσο και της Κυβέρνησης, είναι να αποτραπεί η όποια πιθανότητα για κλείσιμο των σχολείων και επιστροφή των μαθητών στην εξ αποστάσεως φοίτηση. 

Επιστήμονες και υπουργός Υγείας αναμένεται να τα πουν στα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας, προκειμένου να συζητήσουν γενικά, θέματα που αφορούν αυτή τη φάση της πανδημίας αλλά και την προετοιμασία που πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση για τους μήνες που ακολουθούν. 

Αλλαγές φαίνεται να έρχονται και στον τρόπο καταγραφής των στατιστικών στοιχείων, καθώς κρίνεται απαραίτητη η προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, με τους επιστήμονες να κρίνουν ότι πλέον επιβάλλεται να έχουν στα χέρια τους περισσότερες και διαφορετικές πληροφορίες για να αξιολογείται με περισσότερη ασφάλεια η πορεία της πανδημίας στην Κύπρο.

Όπως εξήγησε μιλώντας στον «Φ» ο επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής Κωνσταντίνος Τσιούτης, «στη διαχείριση της πανδημίας, οι αποφάσεις και τακτικές που εφαρμόζονται, όπως και οι στόχοι τους, πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα και στα στοιχεία που ανανεώνονται συνεχώς. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να αξιολογείται και η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα, όπου ο έλεγχος της εισόδου σε διάφορους χώρους δημόσιους και χώρους συναθροίσεων γίνεται με την εφαρμογή του SafePass». 

Το μέτρο αυτό, είπε, «ξεκίνησε να εφαρμόζεται τον Μάιο, όταν τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά: η εμβολιαστική κάλυψη ήταν πολύ χαμηλότερη, ενώ βγαίναμε από το τρίτο lockdown και στόχος προφανώς, ήταν να εξασφαλίσουμε το άνοιγμα χώρων με όσο πιο ασφαλή και σταθερό τρόπο γινόταν». 

Σήμερα, πρόσθεσε, τα δεδομένα είναι διαφορετικά: «η μεγάλη πλειοψηφία των ενηλίκων είναι εμβολιασμένοι, έχουμε ανάμεσά μας ένα πιο μεταδοτικό στέλεχος, ενώ δεδομένα και από την Κύπρο και από το εξωτερικό δείχνουν ότι, όσο περισσότεροι είναι οι εμβολιασμένοι, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα ένας θετικός στον ιό (και δυνητικά μεταδοτικός) να είναι εμβολιασμένος», είπε ο κ. Τσιούτης, χωρίς να παραλείψει βεβαίως να τονίσει ότι «ένα εμβολιασμένο άτομο εξακολουθεί να έχει χαμηλότερες πιθανότητες να κάνει σοβαρά συμπτώματα ή να πεθάνει, όμως και πάλι, ένας εμβολιασμένος, όσο περισσότερο εκτίθεται στον ιό, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να κολλήσει».

Δεδομένων των συνθηκών, συνέχισε, «το φθινόπωρο και το χειμώνα αναμένουμε ότι θα υπάρχει αύξηση στις μεταδόσεις. Εάν λοιπόν θέλουμε, οι χώροι μας να συνεχίσουν να λειτουργούν με ασφάλεια, δηλαδή να εξασφαλίσουμε ότι ο κίνδυνος μετάδοσης θα παραμένει χαμηλός, επιβάλλεται να επανεξετασθεί η πολιτική διαχείρισης της εισόδου ατόμων στους χώρους αυτούς». 

Το SafePass, «εξυπηρετεί στο να εξασφαλίσουμε μειωμένο κίνδυνο μετάδοσης μέσα σε κοινόχρηστους χώρους, αυξάνοντας εκ των προτέρων την πιθανότητα να είναι όλοι αρνητικοί. Πλέον, 4 μήνες μετά την εφαρμογή του με την οικονομία και την κοινωνία σε πλήρη δραστηριότητα, θέλουμε να κρατήσουμε υψηλά το επίπεδο ασφάλειας. Γι’ αυτό το λόγο, καλούμαστε να προσεγγίσουμε το θέμα από πλευράς εκτίμησης κινδύνου». Δηλαδή, «να λάβουμε υπόψη μας, όλα τα δεδομένα.

Σε ό,τι αφορά τους πολίτες να δούμε, ποιοι έχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι μεταδοτικοί; Ποιοι έχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο να κολλήσουν αν βρεθούν σε ένα κοινόχρηστο χώρο ή σε μία συνάθροιση; Ποιοι χώροι και δραστηριότητες, είναι μεγαλύτερου κινδύνου για μετάδοση και αντίθετα, ποιοι είναι χαμηλότερου κινδύνου; Ποια είναι η επιδημιολογική κατάσταση στην κοινωνία και πώς περιμένουμε να εξελιχθεί; Τα υγειονομικά μας πρωτόκολλα επαρκούν; Ή  πρέπει να μειώσουμε εκ των προτέρων, τον κίνδυνο να μπει ο ιός στους χώρους αυτούς;»

Όλα αυτά, «πρέπει να μπουν στην εξίσωση και να εξετασθούν υπό το εξής ερώτημα: πώς θα εξασφαλίσουμε, ότι θα μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον κίνδυνο μετάδοσης για όλα ανεξαιρέτως τα άτομα που θα βρεθούν στους χώρους αυτούς;». Για το λόγο αυτό, «είναι υποχρέωση μας, να δούμε τα δεδομένα σε όλο τους το φάσμα και να προχωρήσουμε έγκαιρα σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες». 

Επαναληπτικά τεστ στα σχολεία 

Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, επιστήμονες και μονάδα ιχνηλάτησης, μελετούν τις τελευταίες ημέρες τα δεδομένα που καταγράφονται προκειμένου να οριστεί η διαδικασία που θα ακολουθείται στις περιπτώσεις εντοπισμού κρούσματος ή κρουσμάτων σε κάποια σχολική μονάδα ή τμήμα. Οι πρώτες σχεδόν δεκαπέντε ημέρες επαναλειτουργίας της Μέσης εκπαίδευσης, δίνουν ενδείξεις για αύξηση των περιστατικών το επόμενο διάστημα, γεγονός που επιβάλλει την έγκαιρη συνεννόηση μεταξύ επιστημόνων και εμπλεκόμενων υπουργείων (Υγείας και Παιδείας), ώστε στην περίπτωση που παρατηρηθεί μια νέα έξαρση, να είναι έτοιμο το κατάλληλο σχέδιο δράσης. 

Όπως αναφέρουν πληροφορίες του «Φ», γίνονται σκέψεις για καθιέρωση επαναληπτικών ελέγχων ανά τριήμερο σε τμήματα στα οποία παρουσιάζεται περιστατικό κορωνοϊού αλλά και έλεγχο σε ολόκληρη τη σχολική μονάδα με την πάροδο μιας εβδομάδας. 

Ιατρεία long-covid στο δημόσιο

Ο μεγάλος αριθμός ατόμων που παρουσιάζουν παρατεταμένα συμπτώματα και προβλήματα υγείας, μετά την μόλυνση τους από τον κορωνοϊό, υποχρεώνουν τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας να προχωρήσει στη δημιουργία ειδικών κλινικών στα δημόσια νοσηλευτήρια. 

Όπως ανέφερε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» ο εκπρόσωπος Τύπου του Οργανισμού Χαράλαμπος Χαριλάου, «υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ασθενών, οι οποίοι χρειάζονται ιατρική φροντίδα και ο ΟΚΥπΥ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο της ολοκλήρωσης του σχεδιασμού του». 

Οι κλινικές για ασθενείς που παρουσιάζουν το σύνδρομο long-covid, θα στελεχώνονται, όπως είπε ο κ. Χαριλάου, «από ειδικούς παθολόγους ενώ ετοιμάζεται ειδικό ερωτηματολόγιο το οποίο θα συμπληρώνεται για να εξακριβώνονται οι ανάγκες του ασθενούς. Από εκεί και πέρα, οι γιατροί μας θα παραπέμπουν τους ασθενείς στις διάφορες ιατρικές ειδικότητες, ανάλογα με τις ανάγκες τους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν». Ο αριθμός των ασθενών αυτής της κατηγορίας, επεσήμανε καταλήγοντας ο κ. Χαριλάου, «είναι ήδη αρκετά μεγάλος εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός, ότι το ποσοστό τους επί του συνόλου των κρουσμάτων, ανέρχεται στο 30% και εμείς έχουμε ξεπεράσει τις 100.000 περιστατικά εδώ και αρκετό καιρό».