«Μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα»: Νέα μαρτυρία από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι



Για τις τραγικές στιγμές που έζησε πριν από δύο χρόνια στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι μιλά η σύζυγος του Δημάρχου Ραφήνας Βαγγέλη Μπουρνούς, Ανθή Γκαντώνα.


«Μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα» της είπε κάποια στιγμή ένα από τα παιδιά της και έχασε τις αισθήσεις του, περιγράφει στο irafina.gr, η κυρία Γκαντώνα λέγοντας συγκινημένη ότι έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.

“Τρέξτε γρήγορα,, η φωτιά έφτασε στο Μάτι”

Βλέπω κόσμο να βγαίνει από τα σπίτια του σαν τα μυρμήγκια, έτρεχαν, φώναζαν. Με βλέπει ένας γείτονας καθώς κατεβαίναμε προς την Αργυρά Ακτή και μου λέει" γρήγορα γρήγορα η φωτιά έχει περάσει στο Μάτι”. Λέω άνθρωπε μου πώς το λες αυτό, εγώ τώρα έρχομαι από πάνω. Μου λέει έχει περάσει από άλλο σημείο η φωτιά, γρήγορα δείτε τι θα κάνετε. Κατεβαίνω πανικόβλητη, άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, σήκωσα τους δικούς μου και αυτοί ήταν ανήσυχοι γιατί είχε αρχίσει να μυρίζει, αρχίσαμε να κλείνουμε τα παράθυρα, κάποια στιγμή έπεσε και το ρεύμα, κι εκεί καταλάβαμε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Καθώς βγήκαμε έξω για να φύγουμε, αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό και τραγικό συνάμα. Ήταν εικόνα Αποκάλυψης, ένα πορτοκαλοκόκκινο πέπλο πάνω από το κεφάλι μας, σαν μια τεράστια μπάλα πύρινη, γύρω γύρω μαύροι καπνοί, έντονα να μυρίζει, να πέφτουν κάφτρες, καταλάβαμε ότι ήταν πάρα πολύ κοντά μας.

“Μόνη διέξοδος η θάλασσα-Σκηνές πολέμου”


Ενστικτωδώς, όλοι τρέξαμε προς την θάλασσα επειδή είχαμε μαζί μας ηλικιωμένους ανθρώπους. Σχεδόν χρειάστηκε να τους κουβαλήσουμε στα χέρια γιατί κάποιοι είχαν προβλήματα κινητικά. Ήταν όλοι τρομαγμένοι, με μια απορία γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτα, όλοι νιώθαμε ότι ερχόταν ένα κακό για το οποίο κανείς δεν μας προειδοποίησε, κανένας δεν μας προετοίμασε και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μπορεί να φταίει. Εγώ για να σας πω την αλήθεια, επειδή έχω ζήσει πολλά χρόνια στο Μάτι και έχουμε περάσει και άλλες καταστάσεις με φωτιές που έχουν φτάσει κοντά, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν λειτουργούσε τίποτα, νόμιζα ότι κάτι μεγαλύτερο έχει συμβεί, ότι έχουμε πόλεμο, ένιωθα πανικό, τρόμο αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι πρέπει να είμαι δυνατή για να προστατεύσω ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι από μένα, τα παιδιά, οι γονείς, οι γείτονες. Ήταν χαοτικό, σκηνικό πολέμου, ήταν τρομακτικό, νόμιζες ότι βρισκόσουν σε σκηνικό πολεμικής ταινίας, ακούγαμε εκρήξεις, σειρήνα δεν ακούσαμε καμία δεν ξέρουμε τον λόγο, ακούγαμε φωνές ανθρώπων να ζητούν βοήθεια, τρέξτε, καιγόμαστε και ονόματα αυτό ήταν το πιο τραγικό, ερχόταν στην παραλία και φώναζε τα ονόματα των παιδιών του, των δικών του ο καθένας.

“Νομίζαμε οτι θα πεθάνουμε όλοι”

Μέσα σε λίγα λεπτά πρέπει να μαζεύτηκαν γύρω στα 400 άτομα, σε αυτόν τον μικρό χώρο στην Αργυρά Ακτή, όλοι έντρομοι, άλλοι με εγκαύματα στα πέλματα γιατί έφυγαν πανικόβλητοι ξυπόλητοι, γιατί κυριολεκτικά τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Ο μεγάλος μας εχθρός πλέον δεν ήταν τόσο η φωτιά γιατί είχαμε μπει στην θάλασσα δεν είχαμε πού αλλού να προστατευτούμε, αλλά ο καπνός που ακόμα και τώρα που σας μιλάω που έρχεται η αίσθηση και το πνίξιμο του καπνού στον λαιμό και στα μάτια και αναγκαζόμασταν να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό για να αποφύγουμε τις κάφτρες. Κρατούσα τα παιδιά μου και δεν τα έβλεπα, κρατούσα τους γονείς μου και δεν τους έβλεπα, μόνο από την φωνή ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο αν είναι καλά. Δεν ήξερα αν θα βγούμε ζωντανοί από εκεί, νομίζαμε όλοι ότι θα πεθάνουμε, οι συνθήκες ήταν τόσο τραγικές που δεν ξέραμε αν θα επιβιώσουμε από αυτό.

“Τόση ώρα στη θάλασσα και κανείς δεν μας έχει εντοπίσει”

Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το πω είναι ότι όσο βρισκόμασταν μέσα στην θάλασσα καταλάβαμε ότι η σωτηρία μας ήταν εκεί μέσα γιατί βλέπαμε τα αυτοκίνητα να καίγονται και να ανατινάζονται γι αυτό η πρώτη μας σκέψη ήταν να τηλεφωνήσουμε στο Λιμενικό και όσοι μας καλούσαν τους λέγαμε να ειδοποιήσουν το Λιμενικό. Μας καθησύχαζαν ότι το είχαν ενημερώσει και είχαμε την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έρθει να μας σώσει. Καταλάβαμε λοιπόν ότι η μόνη διαφυγή μας είναι από την θάλασσα και απορούσαμε πως και τόση ώρα δεν μας έχει εντοπίσει κανείς. Οι ώρες περνούσαν είχαμε χάσει επαφή με τον χρόνο, οι δυνάμεις μας τελείωναν, βγάλαμε τους ηλικιωμένους στην ακτή όταν σταμάτησε η φωτιά και ο αέρας κόπασε λίγο, πήραμε τις καρέκλες από την ταβέρνα και τις τοποθετήσαμε στην άκρη της θάλασσας ώστε να κάτσουν οι ηλικιωμένοι αλλά τα πόδια τους να βρίσκονται μέσα στο νερό, πήραμε επίσης τα τραπεζομάντηλα από τα τραπέζια και αφού βγάλαμε τις βρεγμένες μπλούζες από τους ηλικιωμένους τους τυλίξαμε με αυτά και πραγματικά ένιωσαν μια μικρή αίσθηση ασφάλειας και ανακούφισης, κάποιοι είχαν ξαπλώσει στην παραλία σκασμένοι από τον καπνό.

"Μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα"

Kάποιοι έλεγαν ότι θα φύγουν και κάποια στιγμή το δικό μου το παιδί μου είπε «μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα» και έχασε τις αισθήσεις του, νόμιζα ότι μας άφησε, το πήρα αγκαλιά και το ακούμπησα σε ένα τραπέζι προσπαθώντας να το συνεφέρω, δεν μπορούσα να βρω τον σφυγμό του μέσα στον πανικό, νόμιζα ότι έφυγε.

«Έχασα την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο»

Τότε ήταν η πρώτη φορά που έχασα την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο, σε όλους αυτούς που υποτίθεται ότι πρέπει να μας προστατεύουν, έστω και μετά.

Για τους συγγενείς των νεκρών, όχι μόνο αυτών που έφυγαν στην αρχή του κακού αλλά αυτών που έφυγαν μετά, είναι ένα τεράστιο γιατί, γιατί μας εγκατέλειψαν ενώ θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, υπήρχαν άνθρωποι που πνίγηκαν στην προσπάθεια τους να απομακρυνθούν από την φωτιά και τους παρέσυρε το κύμα.

Σιγά σιγά μετά από πολλές ώρες, το βράδυ γύρω στις έντεκα, ξαφνικά είδαμε φώτα μικρά βαρκάκια, εθελοντές που είχαν μια βάρκα και ήρθαν στο λιμανάκι μας και δεν μπορούσαμε να ανέβουμε στις βάρκες. Είδαμε και κάποιους αστυνομικούς από την ομάδα Δίας που πλησίασαν και προσπαθούσαν να συντονίσουν την επιβίβαση στα βαρκάκια. Με πολύ αξιοπρέπεια αφήσαμε χώρο στα παιδιά και στους ηλικιωμένους και ανθρώπους που είχαν πιο πολύ ανάγκη από εμάς, εμείς με τα παιδιά μου, μείναμε συνειδητά με τους τελευταίους, ο ένας βοηθούσε τον άλλον.