Ανάλυση: Πίσω από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα


Μετά από τεσσερισήμισι χρόνια η Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ) επιστρέφει και πάλι στην εξουσία κι ο ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Η ειδοποιός διαφορά της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την νίκη που είχε πετύχει το κόμμα το 2012 επί Αντώνη Σαμαρά, έγκειται σε δυο αλληλένδετους άξονες.

Ο πρώτος άξονας, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά της. Το 2012, στην Ελλάδα, διεξήχθησαν δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρώτη, τον Μάιο και οι επαναληπτικές εκλογές τον Ιούνιο. Και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις τότε, η Νέα Δημοκρατία, είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα με 18,85% (σ.σ τον Μάιο του 2012 η ΝΔ κατέγραψε το ιστορικά χαμηλότερο της ποσοστό)  και 29,66% αντίστοιχα.

Το 2015, η Ν.Δ έχασε και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στην χώρα με δυο διαφορετικούς πολιτικούς αρχηγούς στο πηδάλιο του κόμματος. Τον Ιανουάριο του ΄15 ήταν η τρίτη και τελευταία εκλογική αναμέτρηση της Νέας Δημοκρατίας με τον Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία ο οποίος έχασε από τον Αλέξη Τσίπρα, με το κόμμα να καταγράφει ποσοστό της τάξεως του 27,81%. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η Ν.Δ, με αρχηγό τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη θα χάσει για δεύτερη διαδοχική φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ καταγράφοντας ένα ποσοστό της τάξεως του 28,10%.

Το βράδυ της 7ης Ιουλίου 2019, η Νέα Δημοκρατία, του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατέγραψε ποσοστό 39,85%. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό της Ν.Δ την τελευταία δεκαετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2009, προ μνημονίου, το κεντροδεξιό κόμμα της Ελλάδος, επί Κώστα Καραμανλή, έφτασε στο 33,47% χάνοντας τότε την εξουσία από το ΠΑΣΟΚ και τον Γιώργο Παπανδρέου. Το υψηλό αυτό ποσοστό, που έλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, του έδωσε και την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Αυτός είναι κι ο δεύτερος άξονας. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι το τελευταίο κόμμα που κυβέρνησε με αυτοδυναμία την Ελλάδα ήταν το ΠΑΣΟΚ πριν από δέκα χρόνια, ενώ η Ν.Δ έχει να κερδίσει εκλογές με αυτοδυναμία από το 2007.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η επί τεσσερισήμισι χρόνια διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, λειτούργησε ευνοϊκά για την Νέα Δημοκρατία, η οποία κατάφερε με τον Μητσοτάκη αρχηγό την τελευταία τριετία, να ανασυνταχθεί και να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά την δυσαρέσκεια που προκάλεσε η απελθούσα κυβέρνηση. Επίσης, η Νέα Δημοκρατία, αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι παρόλη την πίεση που δέχτηκε κυρίως στα χρόνια του μνημονίου, παραμένει η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη της χώρας και ένας εκ των δυο βασικότερων πόλων του κομματικού συστήματος.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του 4 – 5%, κατόρθωσε στα χρόνια της κρίσης να μετεξελιχθεί, από έναν περιθωριακό πολιτικό σχηματισμό διαμαρτυρίας, σε έναν εκ των δυο πόλων εξουσίας. Το 31,53% που έλαβε το βράδυ της 7ης Ιουλίου, μπορεί να μην ήταν ικανό για να τον κρατήσει στην εξουσία. Είναι όμως ένα ποσοστό πέρα για πέρα ικανοποιητικό το οποίο τον σταθεροποιεί πλέον ως το αντίπαλο δέος της συντηρητικής παράταξης. Με πιο απλά λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το ΠΑΣΟΚ της μεταμνημονιακής εποχής σε επίπεδο μαζικότητας και απήχησης. Τώρα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατοπιστεί και ιδεολογικά ακόμη περισσότερο προς το κέντρο είναι κάτι που συζητείται έντονα εντός του κόμματος. Αν θα επιχειρηθεί δηλαδή να στραφεί με πιο σαφή και ξεκάθαρο τρόπο από τον ριζοσπαστισμό στην σοσιαλδημοκρατία. Ήδη, οι ιδεολογικές «εκπτώσεις» και οι συμβιβασμοί που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και εντεύθεν με την εφαρμογή μνημονίου, δημιούργησαν φυγόκεντρες τάσεις εξ αριστερών του.

Η πιο ισχυρή από αυτές είναι το ΜεΡΑ 25 του τέως υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, ο οποίος κατάφερε να μπει ως τελευταίο κόμμα εντός της εξακομματικής Βουλής με ποσοστό 3,44%. Ποσοστό το οποίο στην συντριπτική του πλειοψηφία, προέρχεται από παλαιούς ψηφοφόρους του Αλέξη Τσίπρα. Το ΜεΡΑ 25 κι ο Γιάννης Βαρουφάκης, αναμένεται ότι θα αποτελέσουν έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους του Αλέξη Τσίπρα την επόμενη ημέρα.

Μεγάλο ενδιαφέρον για την επόμενη ημέρα στο ελληνικό κομματικό σκηνικό θα έχει και η πορεία του παλαιού ΠΑΣΟΚ, πλέον Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), το οποίο εξασφάλισε 8,10% και την τρίτη θέση, αποκτώντας κατά κάποιο τρόπο ρυθμιστικό ρόλο. Το ΠΑΣΟΚ, ήταν ο μεγάλος ηττημένος στα χρόνια της κρίσης αφού σε έναν μεγάλο βαθμό την χρεώθηκε κιόλας. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του μετακινήθηκε και φαίνεται να παραμένει στον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, το μεγάλο στοίχημα για το ΚΙΝΑΛ είναι να αντέξει στην πολιτική πίεση που όπως φαίνεται θα του ασκηθεί από τον Αλέξη Τσίπρα.

Το ΚΚΕ αποτελούσε παραδοσιακά κατά την μεταπολίτευση τον τρίτο πόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η κατάρρευση όμως την ελληνικής οικονομίας το 2010 μετάλλαξε και το κομματικό τοπίο αλλά και του ιδεολογικούς και πολιτικούς συσχετισμούς εκτοπίζοντας το ΚΚΕ το οποίο δεν κατάφερε να απορροφήσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους. Το 5,30% που έλαβε το ΚΚΕ στις 7 Ιουλίου αποτελεί ένα αντικειμενικά ένα χαμηλό ποσοστό το οποίο όμως κυμαίνεται στα ίδια περίπου επίπεδα με τα ποσοστά των πρόσφατων εκλογικών μονομαχιών.

Το δεύτερο καινούργιο κόμμα (σ.σ πέρα του ΜεΡΑ 25) το οποίο μπήκε στην Ελληνική Βουλή είναι η «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου, το οποίο εξασφάλισε 3,70%. Η «Ελληνική Λύση» κατατάσσεται στον ακροδεξιό ιδεολογικό χώρο και μπορεί να θεωρηθεί ως η συγγενικό κόμμα με το ΛΑ.Ο.Σ από το οποίο προέρχεται ο Βελόπουλος. Η είσοδος της «Ελληνικής Λύσης» στο ελληνικό κοινοβούλιο αποτελεί έναν από τους παράγοντες που επηρέασαν την Χρυσή Αυγή, η οποία έμεινε εκτός.

Εκτός Βουλής έμεινε κι η Ένωση Κεντρώων, του Βασίλη Λεβέντη. Ένα κόμμα, το οποίο παρόλο που υπάρχει εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα κατάφερε να εισέλθει στη Βουλή στην εποχή των μνημονίων. Με την λήξη των μνημονίων, όμως επέστρεψε στο 1,24%. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες αποτελούν άλλο ένα παράδειγμα κόμματος το οποίο γεννήθηκε μέσα στα μνημόνια όπως επίσης και το Ποτάμι και τα οποία δεν κατήλθαν καν στις εκλογές.