Τάσος Μάρκου- Η λάμψη ενός ήρωα

Πολλοί σου υποσχέθηκαν βοήθεια όταν πολεμούσες στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Σχεδόν όλοι σε πρόδωσαν. Σε πρόδωσαν πολιτικοί και στρατιωτικοί. Είμαι σίγουρος πως κάποιοι σε ζήλευαν γιατί δεν μπορούσαν να αναμετρηθούν μαζί σου.

Εσύ όμως δεν πρόδωσες κανένα. Ανέλαβες να οργανώσεις και να υπερασπιστείς την πρώτη ακριβώς γραμμή του μετώπου, από τη Μια Μηλιά μέχρι τον Κουτσοβέντη. Μα πάνω απ’ όλα δεν πρόδωσες την τιμή και την αξιοπρέπειά σου.

Πέρασα και σε είδα εκατοντάδες φορές. Συνήθως περνώ και σταματώ τα βράδυα. Ο κυκλικός κόμβος της Μακεδονίτισσας είναι πολυσύχναστος. Πιο εύκολα σταματώ δίπλα στο άγαλμά σου. Κάθε φορά που έρχομαι σε θαυμάζω όλο και περισσότερο. Η μεγαλοψυχία σου, η αγάπη και αφοσίωση στους στρατιώτες και συμπολεμιστές σου σε έκαναν να βάλεις την πατρίδα πιο πάνω από την οικογένειά σου. Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να γίνεις ρίψασπης, να τρέξεις και να σωθείς όπως κάναμε οι περισσότεροι… Ζωή και βόλεμα, για σένα, σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα, ήταν ατιμία και ντροπή: Ήξερες πως στο σπίτι σε περίμεναν η αγαπημένη σου σύζυγος και τα δυο αξιολάτρευτα παιδιά σου. Σίγουρα θα τους σκεφτόσουν. Σίγουρα θα ήθελες να ήσουν δίπλα τους για να τους προστατέψεις από τα δεινά του Μαύρου Καλοκαιριού του ’74. Το καθήκον όμως σου επέβαλλε να βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Συμπεριφέρθηκες ως επαγγελματίας στρατιωτικός και έβαλες την πατρίδα πιο πάνω από την οικογένειά σου.

Κάποιοι προσπάθησαν να σε παραγκωνίσουν ευθύς μετά το πραξικόπημα. Ήξεραν πως δεν ήσουν του χεριού τους. Ποτέ δεν βολεύτηκες και ποτέ δεν έγινες συνεργάτης τους. Ποτέ δεν πρόδωσες τον όρκο σου. Ποτέ δεν έγινες δοσίλογος και συνεργάτης με αυτούς που πρόδωσαν την πατρίδα τους. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό σου να «κερδίσεις» θέσεις και μεγαλεία και να στραφείς εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του Αρχ. Μακαρίου. Ίσα-ίσα που αποφάσεις και ενέργειές σου για να υπερασπιστείς τη νομιμότητα, λίγο έλειψε να σου στερήσουν την παραμονή σου στο στράτευμα.

Ποτέ μα ποτέ δεν δείλιασες να αναλάβεις πρωτοβουλίες, αλλά και να κάνεις ενέργειες, ώστε να ξεσκεπάσεις τους χουντικούς και άλλους αξιωματικούς, οι οποίοι απεργάζοντο την καταστροφή της πατρίδας σου και συνειδητά προετοίμαζαν το πραξικόπημα για την, δήθεν, Ένωση με την Ελλάδα.
Εσύ, Τάσο Μάρκου, μαζί με μια ομάδα Κυπρίων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς καταφέρατε να «κλέψετε» απόρρητο έγγραφο (της Εθνικής Φρουράς), το οποίο καθόριζε τη 14η Φεβρουαρίου 1972 ως ημέρα πραξικοπήματος εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του Αρχ. Μακαρίου. Η ενέργειά σας αυτή και το παλλαϊκό συλλαλητήριο στην Αρχιεπισκοπή απέτρεψαν το πραξικόπημα.
Πολλές φορές έπαιξες «κορώνα – γράμματα» τη στρατιωτική σου καριέρα αλλά και την ίδια τη ζωή σου, προκειμένου να υπερασπιστείς την πατρίδα σου, αλλά και να μείνεις πιστός στον όρκο που έδωσες ως αξιωματικός της Εθν. Φρουράς. Παρόλο που στις 15 Ιουλίου 1974 παραγκωνίστηκες –οι χουντικοί σε θεωρούσαν θανάσιμο κίνδυνο– όταν έγινε η τούρκικη εισβολή στις 20 Ιουλίου, έτρεξες αμέσως στην Κυθρέα, στο στρατόπεδο που είχες τοποθετηθεί από τον προηγούμενο χρόνο.

Στέκομαι δίπλα σου λεβεντονιέ από το Παραλίμνι, ένδοξε Κύπριε αξιωματικέ και παρόλο που είναι βράδυ, και το φως λιγοστό, βλέπω φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό σου. Βλέπω φως να σε φωτίζει σαν βλέπεις ΒΑ, εκεί που αγωνίστηκες. Εκεί που οργάνωσες το τάγμα σου ανάμεσα Μιας Μηλιάς και Κουτσοβέντη.

Και θα σου πω κάτι για να ξέρεις… Ο Νίκος Κοτζιαμάνης, ο γλύπτης που φιλοτέχνησε το άγαλμά σου, ένα βράδυ μου τηλεφώνησε από το Λονδίνο για να με ρωτήσει αν μπόρεσε να αποτυπώσει τη λεβεντιά και την αντρειοσύνη σου, έτσι όπως τις έχω περιγράψει σε άλλη «συνάντησή» μας.

Ένιωσε ανακούφιση όταν του είπα πως κατάφερε να αποτυπώσει στο άγαλμά του την κυπριακή λεβέντικη ψυχή, που χωρίς φόβο και υστεροβουλία θυσιάστηκε για να υπερασπιστεί την πατρίδα του, αλλά και για να ξεπλύνει τη ντροπή τόσων άλλων που το’ βαλαν στα πόδια…

Μόνος στάθηκες στην περιοχή, βόρεια της Μιας Μηλιάς, με λίγους στρατιώτες, λες και η μοίρα το ‘θελε ένας άλλος Λεωνίδας να φυλάξει τα στενά προς την Κυθρέα και την Αμμόχωστο. Λιγοστοί οι στρατιώτες σου, πενιχρά τα μέσα που είχες στη διάθεσή σου. Ήξερες πολύ καλά πως δεν αρκούσαμε σε μια «ενδεχόμενη» προσπάθεια προέλασης των Τούρκων. Από τις 22 Ιουλίου που βρεθήκαμε εκεί, προσπάθησες να οργανώσεις τις θέσεις μάχης. Είχαμε φύγει από τα περιβόλια της Κυθρέας και μας μετέφερες εκεί για να αντιμετωπίσουμε τις τούρκικες δυνάμεις που είχαν προωθηθεί στο Δίκωμο και ανατολικότερα προς το Συγχαρί. Ήσουν ανήσυχος θυμάμαι. Το ‘βλεπα στα λόγια και στις κινήσεις σου. Όμως ποτέ δεν έχασες το θάρρος σου. Η λεβέντικη κορμοστασιά σου, το αεικίνητό σου, οι συχνές επισκέψεις σου στα πιο προκεχωρημένα φυλάκια της γραμμής (Φράκτης Μιας Μηλιάς) είχαν ένα και μοναδικό στόχο να μας εξυψώσεις και να δηλώσεις τη δική σου παρουσία, μέρα και νύκτα.

Ήρθα λοιπόν και πάλι σήμερα για ν’ ακούσω ξανά τη βροντερή φωνή σου, όπως τότες, όταν τα ‘βαλες με κάποιο Έλληνα συνταγματάρχη, που μέρα μεσημέρι κατέβαζε από τον Πενταδάκτυλο εκατοντάδες στρατιώτες και τους οδηγούσε μέσα σε φορτηγά προς τη Λευκωσία. Λες και θα έκανε παρέλαση. Πετάχτηκες στη μέση του δρόμου, εκεί στα καφενεία της Μίας Μηλιάς, και τον ανάγκασες να κατέβει από το λαντρόβερ που προηγείτο της «στρατιωτικής παρέλασης».

Δε θα ξεχάσω τον θυμό σου. Του βαλες τις φωνές, κι ας ήταν ανώτερός σου. Είχε βλέπεις «2 αστέρες» παραπάνω από σένα. Έτσι είναι. Στον στρατό ισχύουν οι αστέρες. Στη μάχη όμως μετρά η λεβεντιά. Κι ήσουν πράγματι πολύ πιο λεβέντης απ’ αυτόν. Τι κι αν σου απάντησε πως είχε διαταγή να οπισθοχωρήσει. Ένας ολάκερος συνταγματάρχης δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί ότι ο στρατός δεν οπισθοχωρεί μέρα μεσημέρι και μάλιστα «εν πομπή και παρατάξει». Εσύ επέμενες να ρωτάς πού πάει αυτό τον στρατό, γιατί τον μετακινεί από μια περιοχή που, όχι μόνο δεν επιτρεπόταν η οπισθοχώρηση, αλλά επιβαλλόταν και η αποστολή ενισχύσεων. Επέμενες γιατί ήξερες της προδοσίας το τίμημα. Γνώριζες ότι από κει θα περνούσε το τούρκικό ασκέρι για την Αμμόχωστο. Ούτε ακόμη στην έντονη και βροντερή σου ερώτηση «Αν δεν αντισταθούμε εδώ, σ αυτά τα βουνά, πού θα αντισταθούμε; Στην Αμμόχωστο;» δεν κάμφθηκε το «φιλότιμό» του. Οι διαταγές βλέπεις δεν έχουν να κάμουν με λεβέντες και φιλότιμο.

Σε χαιρέτησε ο Έλληνας αξιωματικός –τυπικός σε όλα του– αλλά εσύ δεν ανταπέδωσες τον χαιρετισμό. Σε είδα να ξεχειλίζεις από οργή και αγανάκτηση. Γνώριζες, ίσως, ότι ούτε στην Αμμόχωστο δεν θα αντιστεκόμασταν...

Δε μας άφησες ούτε το λιτό γεύμα, που μας πρόσφεραν στο καφενείο της Μιας Μηλιάς να ολοκληρώσουμε. Μας διέταξες να χωριστούμε γρήγορα σε ομάδες και με κάθε προφύλαξη να προχωρήσουμε προς την περιοχή του Φράκτη, όπου μέσα σε κόλαση πυρός άρχισες να μας οργανώνεις, ώστε να έχουμε θέσεις μάχης την ίδια μέρα.

Σε βλέπω εδώ ακίνητο με το όπλο στο χέρι αξέχαστε Τάσο Μάρκου. Ποτέ όμως δεν ήσουν ακίνητος. Σε βλέπω να δρασκελάς τα «λακκοβούναρα» της Μιας Μηλιάς με το γρήγορο βήμα σου. Σε βλέπω να προχωρείς πάντα πιο μπροστά απ’ όλους. Πραγματικός ηγέτης άνοιγες δρόμο και εμείς πίσω σε ακολουθούσαμε. Η κάψα του καλοκαιριού, το λιγοστό φαγητό από κονσέρβα βοδινού (θεέ μου, πώς το τρώγαμε;), το λιγοστό και πάντα ζεστό νερό, δεν βάραιναν ποτέ τα βήματά σου.

Σε βλέπω να κοιτάς παντού με το σπινθηροβόλο βλέμμα σου, σε ακούω να μας εμψυχώνεις με τη βροντερή φωνή σου. Σε ακούω να μας λες να προσέχουμε, γιατί είμαστε λίγοι και μας χρειάζεσαι. Σε ακούω να βρίζεις τους πρωταίτιους της προδοσίας και της ντροπής, αλλά κι αυτούς που κώφευαν στις συνεχείς εκκλήσεις σου για ενισχύσεις που δεν έφταναν ποτέ.