«Πόρτα» Ανωτάτου σε αστυνομικό που πιάστηκε με ναρκωτικά, τα έριξε στον αδελφό του


Επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η ποινή φυλάκισης, 12 ετών, που επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε 37χρονο αστυνομικό των Βρετανικών Βάσεων, για υπόθεση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών που εντοπίστηκαν τον Μάιο του 2015 στο Σούνι της Επαρχίας Λεμεσού.

Η ίδια ποινή επιβλήθηκε και σε 39χρονο ιδιοκτήτη εταιρείας μεταφορών, ενώ στην 35χρονη σύζυγο του αστυνομικού, το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή, καθώς είχε εντοπιστεί και ποσότητα ναρκωτικών στην οικία τους.


Για την ίδια υπόθεση είχε επιβληθεί, το 2015, ποινή φυλάκισης 11 χρόνων στον αδελφό του 37χρονου αστυνομικού, ο οποίος είχε παραδεχθεί άμεσα ενοχή στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β.

Η σύλληψη τους, το 2015, έγινε μετά από επιχείρηση της ΥΚΑΝ και μετά από πληροφορίες ότι θα αποθηκευόταν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών στην οικία του 37χρονου, στο Σούνι της Επαρχίας Λεμεσού.

Ο αδελφός του αστυνομικού αντιλήφθηκε την παρουσία της Αστυνομίας μόλις στάθμευσε το όχημα, στο οποίο βρίσκονταν τα ναρκωτικά, και προσπάθησε να διαφύγει βάζοντας όπισθεν με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με δυο αστυνομικά οχήματα και να τραυματίσει ελαφρά  αστυνομικό.

Εντός του αυτοκινήτου εντοπίστηκαν πέντε μεγάλα χαρτοκιβώτια, τα οποία περιείχαν μικτό βάρος 26 κιλών κάνναβης, ποσότητα ρητίνης κάνναβης και σχεδόν ένα κιλό μεθαμφεταμίνης - crystal ice, ενώ ακολούθησε έρευνα στην οικία του ζεύγους, όπου εντοπίστηκαν σχεδόν μισό κιλό κάνναβης καθώς και ίχνη κοκαΐνης.

Τα… έριξε στον αδελφό του

Ο αστυνομικός, δεν αμφισβήτησε τον εντοπισμό των ναρκωτικών ουσιών σε ερμάρι στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του, προέβαλε όμως τον ισχυρισμό ότι αυτές, πιθανόν να είχαν τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο σημείο από τον αδελφό του, την προηγούμενη μέρα.

Κατά την έρευνα, στην οικία του αστυνομικού βρισκόταν η σύζυγός του, μαζί με το νεογέννητο παιδί τους, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στις Βρετανικές Βάσεις Ακρωτηρίου, όπου υπηρετούσε ως αστυνομικός.

Ο καταδικασθείς, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, προέβη σε ανώμοτη δήλωση, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά αδελφού του, ούτε με τα ναρκωτικά στο ερμάρι του υπνοδωματίου.

Στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, αφού είχε τεθεί υπό κράτηση,  δήλωσε ότι καμία ανάμειξη δεν είχε με τις ναρκωτικές ουσίες που εντοπίστηκαν στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του. Όπως ανέφερε, από τον καιρό που απέκτησαν το παιδί τους, 40 ημέρες πριν τη σύλληψη του, κάποιες νύκτες κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο για να μην ενοχλεί τη σύζυγό του.

Την προηγούμενη ημέρα, σχόλασε από τη δουλειά του στην Αστυνομία των Βάσεων γύρω στα μεσάνυκτα και πήγε στο σπίτι του. Αφού χαλάρωσε λίγο μπροστά από την τηλεόραση, εισήλθε στο υπνοδωμάτιο που σιδέρωνε η γυναίκα του και όταν είδε ότι υπήρχαν αρκετά σιδερωμένα ρούχα, τα πήρε και, χωρίς να ανάψει φως, χρησιμοποιώντας το φως του κινητού του τηλεφώνου, εισήλθε στο υπνοδωμάτιο που κοιμόταν η σύζυγός του με το βρέφος και άνοιξε το ερμάρι για να τοποθετήσει τα σιδερωμένα ρούχα.

Τότε, αντιλήφθηκε ότι στο κάτω μέρος του ερμαριού υπήρχε μία διαφανής σακούλα, την οποία πήρε στα χέρια του και διαπίστωσε ότι εντός αυτής, υπήρχαν πέντε συσκευασίες που περιείχαν ρητίνη κάνναβης, μία ζυγαριά ακριβείας και ένα ρολό με σακούλες. Περιεργάστηκε τη σακούλα και το περιεχόμενό της, όπως κατέθεσε, και την τοποθέτησε πίσω στο σημείο που τη βρήκε.

Όπως είπε, προβληματίστηκε έντονα ως προς το ποιος είχε βάλει τη σακούλα στο συγκεκριμένο χώρο και κατέληξε πως ήταν ο αδελφός του, καθότι ήταν ο μόνος στην οικογένεια που είχε σχέση με ναρκωτικά και είχε ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι του. Ωστόσο, δεν τον πήρε τηλέφωνο εκείνη τη μέρα, καθότι γνώριζε ότι ο αδελφός του τις νύκτες είχε το τηλέφωνό του κλειστό ή δεν απαντούσε. Ούτε ειδοποίησε την Αστυνομία, γιατί δεν ήθελε να «καρφώσει» τον αδελφό του. Ήθελε να χειριστεί το θέμα μόνος του.

Το επόμενο πρωί, όταν πήγε στην εργασία του, επικοινώνησε μαζί του ο αδελφός του, χωρίς όμως ο ίδιος να του αναφέρει οτιδήποτε για τις ναρκωτικές ουσίες που εντόπισε στην οικία του, καθότι δεν ήθελε να το ακούσουν άλλοι συνάδελφοι που βρίσκονταν πλησίον του.  Του ανέφερε όμως, ότι ήθελε να τον δει για να του πει κάτι το σοβαρό.

Μετά από λίγο του ξανατηλεφώνησε ο αδελφός του, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί βρισκόταν στο Δικαστήριο και έκλεισε το τηλέφωνο. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι άφησε το τηλέφωνό του στο περίπτερο, γιατί φοβήθηκε ότι θα το έπαιρνε η Αστυνομία και θα έβλεπε τις κλήσεις του αδελφού του και, πρόσθετα, ότι δεν είπε στους συναδέλφους του, τι ποσότητα κατείχε ο αδελφός του κατά τη σύλληψή του, γιατί δεν ήξερε.

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποδέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ απέρριψε αυτήν του αστυνομικού