To παιδί που μεγάλωσε και βρέθηκε πίσω από την περίφραξη της περίκλειστης Αμμοχώστου...


Κάποτε, ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε από πρόσφυγες γονείς. Του μιλούσαν συχνά για την γιορτή του πορτοκαλιού, το ΓΣΕ, τη χρυσή αμμουδιά και το αγαπημένο τους Βαρώσι, που έζησαν την παιδική και την εφηβική τους ηλικία.

Το παιδί, δημιουργούσε στο μυαλό του εικόνες, από την πόλη των γονιών του. Μα όσες εικόνες κι αν προσπαθεί να σου δημιουργήσει κάποιος, δύσκολα μπορείς να ταυτιστείς με αυτές. Δύσκολα μπορείς να νιώσεις, όπως νιώθουν, αν δεν δεις με τα μάτια σου, αυτά που είχαν καλά κλειδωμένα μέσα στο μυαλό τους.

Και μια μέρα λοιπόν, μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, ο πατέρας πήρε το παιδί, να δει το σπίτι που μεγάλωσε. Τον είδε να λυγίζει μπροστά στην είσοδο, μα πάλι, τα συναισθήματα, δεν ήταν τα ίδια, δεν μπορούσε να ταυτιστεί. Ήταν όλα ξένα για εκείνον.

Οι γονείς συνέχισαν να του διηγούνται ιστορίες, να τον πηγαίνουν σε εκδηλώσεις για το Βαρώσι τους. Να τον πηγαίνουν σε οτιδήποτε, τους θύμιζε την Αμμόχωστο.

Τα χρόνια περνούσαν… Και φτάσαμε στις 8 Οκτωβρίου 2020… Οι Τούρκοι, μέσα σε δυο μερόνυχτα, καθάρισαν ένα κομμάτι της περίκλειστης πόλης, το ασφαλτόστρωσαν και το άνοιξαν για το κοινό. Λες και τα λεηλατημένα σπίτια κάποιων, μπορούν να γίνουν αξιοθέατα για κάποιους άλλους…

Εκείνο το παιδί λοιπόν, που πλέον είχε μεγαλώσει, βρέθηκε εκεί. Στέκονταν απέναντι από μια πύλη. Περίμεναν το σήμα των «ψευδοαστυνομικών» του Αττίλα, για να περάσουν στην πόλη φάντασμα. Τα συναισθήματα, λίγο πιο έντονα από εκείνη την πρώτη φορά που πήγε στα κατεχόμενα. Σε κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι, οι Τούρκοι, τράβηξαν την συρόμενη πόρτα και μπροστά του απλώθηκε ένα σκηνικό, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Τα πόδια βάρυναν στα πρώτα βήματα. Μα έπρεπε να συνεχίσει, ήταν καθήκον του.

Τα λεηλατημένα σπίτια, οι τρύπες από σφαίρες στους τοίχους, έκαναν την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Ο πόνος των προσφύγων, βούιζε στην περιοχή, λες και κάποιος ξύπνησε τα φαντάσματα, που κοιμούνταν για 46 χρόνια, πίσω από μια πρόχειρη περίφραξη.

Η θλίψη γινόταν ασήκωτη, την ώρα που οι Τούρκοι περπατούσαν μπροστά και πίσω του, τυλιγμένοι με τουρκικές σημαίες και σημαίες του ψευδοκράτους, βγάζοντας selfie, φορώντας το χαμόγελό τους, που έφθανε μέχρι τ΄ αυτιά τους. Πόση αντίθεση χωρά άραγε σε ένα τοπίο…;

Η καρδιά του όμως, έγινε συντρίμμια, όταν εμφανίστηκε μπροστά του η χρυσή αμμουδιά της θάλασσας.

Στο μυαλό του αντηχούσαν τα λόγια του πατέρα του, που του είχε πει για εκατοστή φορά την ιστορία, λίγες ώρες προηγουμένως. «Όταν ήμασταν μικροί, πηγαίναμε στη θάλασσα που είναι τώρα στην περίκλειστη περιοχή. Τζιαμέ περνούσαμε τα καλοκαίρια μας».

Στη θέα εκείνης της θάλασσας, κατάλαβε γιατί άκουσε τόσες πολλές φορές εκείνη την ιστορία. Και ποιος δεν θα μιλούσε ακόμα και 46 χρόνια μετά, για τα καταγάλανα νερά του Βαρωσιού και τη χρυσή αμμουδιά που φιλά πάνω της το κύμα;

«Που την θάλασσα αν φκεις πάνω εν η οδός Φαλήρου τζαι αριστερά η οδός Ακταιόν. Εσύ εν να πάεις λοξώς δεξιά τζαι μετά αριστερά. Τζιαμέ εν το “Endelweiss”, ήταν το στέκι μας τζιαμέ».

Το “Endelweiss”, ήταν όντως εκεί κι ευτυχώς που ο πατέρας του δεν ήταν μαζί του, να το δει πως κατάντησε. Πώς το κατάντησαν.

Στην επιστροφή, το σοκ έδωσε τη θέση του σε εκατομμύρια αναπάντητα γιατί. Χιλιάδες ερωτήματα πλανούνταν στο μυαλό του. Κανείς δεν μπορεί όμως να τ’ απαντήσει.

Μπόρεσε όμως ν' απαντήσει μόνο σ’ ένα. Στο ερώτημα που είχε στο μυαλό του από παιδί. «Πώς να νιώσω συναισθήματα για ένα τόπο που δεν έζησα;»

Η απάντηση είναι «οι ρίζες». Οι ρίζες που ποδοπάτησε η βάρβαρη μπότα του Αττίλα πριν 46 χρόνια. Οι ρίζες που προσπάθησαν να ξεριζώσουν τον Οκτώβριο του 2020 οι μπουλντόζες, που μπούκαραν στην πόλη φάντασμα. Με το που πάτησε το πόδι του στην περίκλειστη πόλη, θέριεψαν. Ουδείς έχει δικαίωμα να θάψει τις ρίζες του, ούτε να σβήσει τις αναμνήσεις του πατέρα του. 

Αυτό το παιδί είμαι εγώ...