Mονιμοποίηση 4.500 εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου


Το μπαλάκι στην Κυβέρνηση ρίχνει ο Γενικός Εισαγγελέας για τη σύνταξη νομοσχεδίου για τη μετατροπή των εργαζομένων αορίστου χρόνου σε δημοσίους υπαλλήλους. Σήμερα εργάζονται στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα ως εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου 4.500 άτομα.

Σε γνωμάτευσή του προς το υπουργείο Οικονομικών μετά τη συζήτηση στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών των δύο ξεχωριστών προτάσεων νόμου που κρίθηκαν ως ασύμβατες με την κοινοτική οδηγία, ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι κατά την πάγια πρακτική το όποιο κυβερνητικό νομοσχέδιο πρέπει να συνταχθεί από τη διοίκηση και, αν η κυβέρνηση το επιθυμεί, μπορεί να τύχει νομοτεχνικού ελέγχου.


Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σε επιστολή του προς τον γενικό διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών ημερ. 26/2/2020, επισημαίνει ότι: «ως προς την εφαρμογή της Οδηγίας [1999/70/ΕΚ] στον κυπριακό δημόσιο τομέα, οι κατά την Οδηγία οριζόμενοι ως ‘’εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου’’ είναι οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ οι κατά την Οδηγία οριζόμενοι ως ‘’αντίστοιχοι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου’’ είναι καταρχήν οι μόνιμοι ‘’δημόσιοι υπάλληλοι’’. Επομένως, όπως διαφαίνεται μέσα από τη γνωμάτευση η Κυβέρνηση εν γνώσει της παρανομεί μεταφράζοντας λανθασμένα όρο της οδηγίας».

 

Σημειώνεται ότι η μία εκ των δύο προτάσεων νόμου κρίθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως «μη θεραπεύσιμη», ενώ η άλλη «ως θεραπεύσιμη». Σημειώνεται ότι «αθεράπευτη» κρίθηκε η πρόταση που κατατέθηκε από βουλευτές του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ και η οποία αποσκοπεί στο να αποκτήσουν οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου στο δημόσιο τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα μέσω μετάταξής τους στη δημόσια υπηρεσία, όπως και το καθεστώς μονιμότητας του δημοσίου υπαλλήλου.

Σε ό,τι αφορά την πρόταση που κατατέθηκε από τον βουλευτή του Κινήματος Αλληλεγγύης, Μιχάλη Γιωργάλλα, με σκοπό οι εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου θεσμικά να καταστούν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, η οποία και θεωρείται «θεραπεύσιμη», ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει ότι μπορεί να αναθεωρηθεί έτσι ώστε να συνάδει με τη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το 2003.

Γι’ αυτήν που κρίθηκε «ως θεραπεύσιμη», το ουσιώδες πρόβλημα που εντόπισε ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ότι «δεν εξισώνει επαρκώς τους μόνιμους και τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους ως η Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαιτεί».
 

Συγκεκριμένα αναφέρει τη θέση ότι «η πρόταση νόμου είναι ασύμβατη με την Οδηγία διότι συνεχίζει να εξαιρεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση από τον ορισμό του όρου ‘’δημόσια υπηρεσία’’ εκτός αν αρμόδια αρχή αποφανθεί διαφορετικά, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο, ήτοι ότι η έκτακτη υπηρεσία περιλαμβάνεται στον άνω ορισμό εκτός αν αρμόδια αρχή αποφανθεί διαφορετικά για αντικειμενικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου 98(Ι) του 2003 ως τροποποιήθηκε».

Επομένως, αυτό που αναμένεται τώρα είναι η κατάθεση νομοσχεδίου εκ μέρους του υπουργείου Οικονομικών για επίλυση του ζητήματος, στη βάση της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα.

Ισότιμες η έκτακτη και η μόνιμη υπηρεσία

Στη γνωμάτευση ημερ. 26/2/2020, ο γενικός εισαγγελέας παραθέτει τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («το ΔΕΕ»), η οποία ερμηνεύει την Οδηγία 1999/70, ώστε να διασαφηνίσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας.

Περαιτέρω, αναφέρει ότι τα κράτη - μέλη μπορούν καταρχήν, χωρίς να ενεργούν σε αντίθεση με την Οδηγία να καθορίζουν συγκεκριμένο χρόνο προϋπηρεσίας ως προϋπόθεση για την πρόσβαση σε ορισμένες θέσεις, να παρέχουν τη δυνατότητα ενδοϋπηρεσιακής μετατάξεως αποκλειστικώς στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους και να προβλέπουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί οφείλουν να αποδεικνύουν επαγγελματική πείρα αντιστοιχούσα στον αμέσως κατώτερο βαθμό από αυτόν για τον οποίο διοργανώνεται η διαδικασία επιλογής, νοουμένου ότι αυτά τα κριτήρια εφαρμόζονται διαφανώς και υπόκεινται σε έλεγχο προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο αποκλεισμού των εργαζομένων με σχέση ορισμένου χρόνου λόγω και μόνο της διάρκειας της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας τους βάσει των οποίων αποδεικνύεται ο χρόνος προϋπηρεσίας τους και η επαγγελματική τους πείρα.

Αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένη ρήτρα της Συμφωνίας Πλαισίου όπου καταρχήν εξισώνουν την έκτακτη υπηρεσία στην κυπριακή δημόσια υπηρεσία με τη μόνιμη υπηρεσία στην κυπριακή δημόσια υπηρεσία, εκτός αν η Διοίκηση δικαιολογήσει με αντικειμενικό λόγο τη διάκριση σε βάρος της έκτακτης υπηρεσίας ως προς τις συνθήκες απασχόλησης.

Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, τέτοιος όμως αντικειμενικός λόγος δεν είναι αυτή καθ αυτή η φύση της έκτακτης υπηρεσίας ούτε και η εφαρμογή διάταξης του περί Δημόσιος Υπηρεσίας Νόμου που καθιστά τη μόνιμη υπηρεσία υπερισχύουσα της έκτακτης υπηρεσίας. Πέραν τούτου όμως, σημειώνεται η εν λόγω ρήτρα, περιορίζεται στη σύγκριση μεταξύ έκτακτης και μόνιμης υπηρεσίας (καθιστώντας τες καταρχήν ισότιμες), και δεν αφορούν τη σύγκριση έκτακτης και έκτακτης υπηρεσίας ή μεταξύ μόνιμης και μόνιμης υπηρεσίας.