Κατοικίδια λιοντάρια, ύαινες και τίγρεις


Νομοθετικές τρύπες για τη λειτουργία pet shop στην Κύπρο εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ιδιοκτήτης ζωολογικού κήπου που κατάφερε να ρεζιλέψει με τις ενέργειές του τις ΡεπορΚτηνιατρικές Υπηρεσίες και προσφέρει τις υπηρεσίες του χωρίς να κατέχει τις απαραίτητες άδειες.

Ρεπορτάζ: Άγγελος Νικολάου εφημερίδας Φιλελεύθερος

Σε ειδική έκθεση του Γενικού Ελεγκτή για τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο κέντρο κατοικίδιων ζώων Α / Πάρκο Ζωολογικού Κήπου Α και σημειώνεται ότι λόγω του ότι οι περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων (Διατήρηση Άγριων Ζώων σε Ζωολογικούς Κήπους) Κανονισμοί δεν εφαρμόζονται για τα καταστήματα πώλησης ζώων συντροφιάς και, λόγω της απουσίας νομοθετικού πλαισίου που να ρυθμίζει την εισαγωγή μεγάλων άγριων ζώων, κατέστη δυνατή η εισαγωγή άγριων ζώων από τον ιδιοκτήτη των υπό αναφορά εγκαταστάσεων, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποια ζώα ανήκαν στον ζωολογικό κήπο, ποια στο κατάστημα πώλησης ζώων συντροφιάς και ποια στην προσωπική συλλογή του ιδιοκτήτη.

Επίσης, επισημαίνεται ότι ο ιδιοκτήτης του ζωολογικού κήπου, για να υπεκφεύγει των υποχρεώσεών του, δήλωνε λιοντάρια, ύαινες και τίγρεις ως ζώα που ανήκαν στο κατάστημα πώλησης ζώων συντροφιάς. Μέσα από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των εμπλεκομένων τμημάτων, καταγράφονται προβλήματα εγκαταστάσεων, ασφάλειας, πολεοδομικών αδειών, άγριων ζώων, χωρίς ουσιαστικά να επιτυγχάνεται συμμόρφωση της εταιρείας με τα προβλεπόμενα, ενώ ούτε και η πολεοδομική της άδεια είχε ανανεωθεί.

Σημειώνεται ότι από το 2017 οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ενημέρωσαν τον ιδιοκτήτη του ζωολογικού κήπου πως από τα ευρήματα των επιθεωρήσεων που έγιναν στον ζωολογικό κήπο εξάγεται το συμπέρασμα πως δεν πληρούνταν οι πρόνοιες των σχετικών κανονισμών και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να ανανεωθεί η άδεια λειτουργίας του Πάρκου Ζωολογικού Κήπου Α, η οποία είχε λήθει από τις 25/9/2017. Ο ιδιοκτήτης κλήθηκε να τερματίσει αμέσως τη λειτουργία του ζωολογικού κήπου και ενημερώθηκε ότι θα του δίνονταν σύντομα οδηγίες σχετικά με τον περαιτέρω χειρισμό και τελική διάθεση των ζώων που με βάση την από μέρους των ΚΥ καταγραφή υπήρχαν στις εγκαταστάσεις. 

Ακολούθως, οι KY ενημέρωσαν τον Γενικό Εισαγγελέα ότι μετά τη μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας του εν λόγω ζωολογικού κήπου, αυτός εξακολουθούσε να λειτουργεί και να εκθέτει τα ζώα στο κοινό και ζήτησαν τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του ιδιοκτήτη. Κατά της απόφασης των ΚΥ για μη ανανέωση της άδειας του ζωολογικού κήπου καταχωρήθηκε προσφυγή από τον ιδιοκτήτη στις 8/12/2017.

Περαιτέρω, παρά το ότι η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την παράταση ισχύος προσωρινής πολεοδομικής άδειας, οι ΚΥ δεν προέβηκαν στις απαραίτητες ενέργειες για άρση της άδειας λειτουργίας του ζωολογικού κήπου, αλλά περίμεναν να λήξει και να μην την ανανεώσουν, ενέργεια που δεν αιτιολογείται. Η Ελεγκτική Υπηρεσία συστήνει ότι λόγω της σοβαρότητας του θέματος, καθώς αυτό άπτεται όχι μόνο μη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία αλλά και παραμέτρων που αφορούν στην υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, θα πρέπει οι ΚΥ, πέραν των δικαστικών μέτρων που βρίσκονται σε εξέλιξη, να προβαίνουν συχνά σε επίσημη ενημέρωση των πολιτών και οργανωμένων συνόλων (π.χ. σχολείων, νηπιαγωγείων κ.ά.) για τη μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας του εν λόγω ζωολογικού κήπου και προειδοποίησή τους για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. 

«Νεκρά» ζώα «αναστήθηκαν» στα κατεχόμενα

Οι αδυναμίες και τα κενά του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής αιγοπροβάτων των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών καταγράφονται ως ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα κατά τον οικονομικό έλεγχο και έλεγχο συμμόρφωσης στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, που διεξήγαγε η Ελεγκτική Υπηρεσία. Από τον έλεγχο του συστήματος, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι 43 ζώα με συγκεκριμένους κωδικούς αριθμούς εντοπίστηκαν ζωντανά στις κατεχόμενες περιοχές, παρόλο που 31 από αυτά ήταν δηλωμένα στο σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής αιγοπροβάτων ως «νεκρά».

Τα ζώα αφορούσαν σε πέντε διαφορετικές εκμεταλλεύσεις, από τις οποίες οι ΚΥ ζήτησαν επεξηγήσεις. Ζητήθηκαν επίσης από την εταιρεία, που παρέχει στο Κράτος υπηρεσίες συλλογής νεκρών ζώων, όλες τις δηλώσεις θανάτων που είχαν συμπληρωθεί από τους κατόχους των υπό αναφορά ζώων. Επισημαίνεται ότι όσοι εμπλέκονται στην υπόθεση ενδεχομένως να συνεχίζουν να διαγράφουν ζωντανά ζώα ως νεκρά και να πιστοποιούν τον θάνατό τους. Επιπρόσθετα, η δυνατότητα καταχώρησης ζωντανών ζώων ως νεκρών στο σύστημα του αναδόχου της σύμβασης για συλλογή ζωικών αποβλήτων δημιουργεί ανησυχίες για τις δικλίδες ασφαλείας που εφαρμόζει ο ανάδοχος για την πρόληψη και εντοπισμό πιθανών ατασθαλιών σε τέτοια θέματα.


Η Ελεγκτική Υπηρεσία υπέδειξε ότι οι ΚΥ οφείλουν να ζητήσουν ενημέρωση επί του θέματος τόσο από τον ανάδοχο όσο και από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού. Επίσης, πρέπει να διασφαλιστεί ότι έχουν εφαρμοστεί κατάλληλες ασφαλιστικές δικλίδες που να μην επιτρέπουν τη δήλωση ζωντανών ζώων ως νεκρών.
Περαιτέρω αναφέρεται ότι προσκομίστηκαν για σφαγή αιγοπρόβατα ηλικίας κάτω των 12 μηνών, τα οποία έφεραν ενώτια που με βάση την πληροφόρηση του συστήματος αναγνώρισης των ΚΥ αντιστοιχούσαν σε ζώα άνω των οκτώ χρόνων, επισημαίνοντας ότι προφανώς τα ενώτια μεταφέρθηκαν από ένα ζώο σε άλλο, με απώτερο σκοπό το οικονομικό όφελος, γεγονός που καταδεικνύει ότι τα υφιστάμενα μέσα αναγνώρισης των ζώων (ενώτια και βόλοι) ενδεχομένως να μη διασφαλίζουν πλήρως το αδιάβλητο της ατομικής σήμανσης κάθε ζώου, αφού παρέχεται η ευχέρεια στους κτηνοτρόφους να παραποιούν δεδομένα των ζώων.

Οι ΚΥ ζήτησαν τη διεξαγωγή έρευνας η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τοποθέτηση ενωτίων αντικατάστασης σε ζώα νεαρής ηλικίας έγινε από λάθος των αλλοδαπών υπαλλήλων και εν αγνοία του ιδιοκτήτη της εκμετάλλευσης. Η Ελεγκτική Υπηρεσία συστήνει όπως οι ΚΥ διασφαλίσουν ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί το μέσο ατομικής σήμανσης από ένα ζώο σε άλλο.


Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, η εγκυρότητα και αξιοπιστία της εν λόγω βάσης δεδομένων είναι πολύ μεγάλης σημασίας, τόσο για την τήρηση της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, όσο και για την κανονικότητα και επιλεξιμότητα των πληρωμών από τον ΟΑΠ.

Έρευνα για ανώτερο λειτουργό του Λογιστηρίου

Στην έκθεση γίνεται αναφορά σε αδυναμίες σχετικά με συμβάσεις που συνομολογήθηκαν για την παροχή υπηρεσιών για τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και τελική διάθεση ζωικών υποπροϊόντων. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση η Ελεγκτική Υπηρεσία επισημαίνει ότι θα έπρεπε να είχε τύχει χειρισμού από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της Δημοκρατίας. 

Ο αν. διευθυντής των ΚΥ πληροφόρησε την Ελεγκτική Υπηρεσία ότι με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα δρομολογήθηκε διαδικασία διερεύνησης εναντίον ανώτερου λειτουργού του Γενικού Λογιστηρίου από διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών.  Το εν λόγω πρόσωπο φαίνεται να παρενέβη προς τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ώστε να ζητήσουν από την τράπεζα την απόσυρση της επιταγής εγγυητικής ύψους €54.000, με αποτέλεσμα αυτή να επιστραφεί στις ΚΥ. Αποτέλεσμα η επιταγή, η ισχύς της οποίας ανανεωνόταν, παρέμενε ανεξαργύρωτη στα χέρια των ΚΥ. Σημειώνεται ότι η υπό αναφορά ανάδοχος εταιρεία ανήκει σε άτομο συνδεδεμένο με αξιωματούχο της Δημοκρατίας.