Δεν επιστρέφουν ούτε με διάταξη Brexit τα γλυπτά του Παρθενώνα


Την υποστήριξή του εκφράζει το Βρετανικό Μουσείο στη διάταξη που προστέθηκε στο κείμενο της διαπραγματευτικής εντολής της ΕΕ για τη δεύτερη φάση του Brexit περί συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο για την αντιμετώπιση «ζητημάτων που αφορούν στην επιστροφή ή αποκατάσταση παρανόμως αφαιρεθέντων πολιτιστικών αντικειμένων στις χώρες προέλευσής τους».

Σε δήλωση στο ΚΥΠΕ εκπρόσωπος του λονδρέζικου μουσείου επισήμανε ότι η διάταξη εκλαμβάνεται ως αναφορά αποκλειστικά σε περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας και παράνομου εμπορίου πολιτιστικών θησαυρών και ουδόλως στα Γλυπτά του Παρθενώνα.

«Το Βρετανικό Μουσείο καλωσορίζει αυτή την εντολή η οποία αντανακλά τη σύμβαση της UNESCO του 1970, με την οποία το Μουσείο συμμορφώνεται. Το Βρετανικό Μουσείο είναι προσηλωμένο στην καταπολέμηση του εμπορίου παρανόμων αρχαιοτήτων σε όλο τον κόσμο», ανέφερε η εκπρόσωπος.

Έπειτα από τα πολλά δημοσιεύματα στο βρετανικό Τύπο που έσπευσαν να συνδέσουν τη διάταξη με δυνητική αξίωση περί επιστροφής των γλυπτών μέσω του Brexit, η βρετανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές για ακόμα μία φορά ότι δε θεωρεί πως το νομικό καθεστώς των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι υπό αμφισβήτηση.

Κληθείς, παρόλα αυτά, να σχολιάσει την κίνηση της ΕΕ και τα δημοσιεύματα, εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης ανέφερε: «Η ΕΕ ακόμα οριστικοποιεί την εντολή της - είναι ακόμα σε μορφή σχεδίου. Η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου επί των Γλυπτών του Παρθενώνα παραμένει απαράλλαχτη: αποτελούν νομική ευθύνη του Βρετανικού Μουσείου. Αυτό δεν υπόκειται σε συζήτηση ως μέρος των εμπορικών μας διαπραγματεύσεων».

Άλλη πηγή από το Νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, εξάλλου, σχολίασε: «Αυτό απλά δεν πρόκειται να συμβεί και δείχνει ανησυχητική έλλειψη σοβαρότητας για τις διαπραγματεύσεις από την πλευρά της ΕΕ».

Ερωτηθείς, εξάλλου, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο ραδιόφωνο του BBC για τους λόγους για τους οποίους τα γλυπτά δεν επιστρέφονται από το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα, ο διευθυντής του λονδρέζικου ιδρύματος Χάρτβιχ Φίσερ επανέλαβε τη θέση του ιδρύματος ότι τα γλυπτά στο Λονδίνο προσφέρουν μια καλύτερη κατανόηση της «ελληνικής τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού» καθώς και του «παγκόσμιου πολιτισμού».