Αύξηση ποινής σε καταδικασθέντα για υπόθεση ναρκωτικών
Σε αύξηση της ποινής φυλάκισης καταδικασθέντα σε υπόθεση κατοχής και προμήθειας μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, προχώρησε το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν έφεσης που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ήταν έκδηλα ανεπαρκής. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιβάλει συντρέχουσα ποινή φυλάκισης ύψους 7 ετών, ποινή την οποία το Εφετείο αύξησε στα 10 χρόνια.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, κατόπιν πληροφορίας που λήφθηκε στην Αστυνομία, μέλη της ΥΚΑΝ έθεσαν υπό παρακολούθηση τον εφεσίβλητο στην κατοχή του οποίου εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών - τόσο στο αυτοκίνητό του όσο και στο διαμέρισμά του. Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων και ανέφερε ότι τα ανευρεθέντα ναρκωτικά τα είχε υπό τη φύλαξη του κατόπιν εντολών άλλων προσώπων και ότι θα τα έπαιρνε σε διάφορα σημεία που θα του έλεγαν.
Σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο αν και δεν αντιμετώπισε τον εφεσίβλητο ως έμπορο αλλά ως μεταφορέα – διακινητή ναρκωτικών ουσιών, όντας ο ίδιος χρήστης, εντούτοις επεσήμανε τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε ως μεταφορέας στη διακίνηση και διασπορά ναρκωτικών ουσιών στην κυπριακή κοινωνία.
Το Κακουργιοδικείο προσμέτρησε προς όφελος του εφεσίβλητου το νεαρό της ηλικίας του (21 ετών), τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το λευκό ποινικό μητρώο του, τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές, την άμεση παραδοχή και απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου και τέλος την πρόθεση και προσπάθειά του να απεξαρτηθεί από τις ναρκωτικές ουσίες με την ένταξή του στο πρόγραμμα ΔΑΝΑΗ στις φυλακές, ως έκφραση έμπρακτης μεταμέλειας από μέρους του.
Με την έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας προσέβαλε τις επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές, ως έκδηλα ανεπαρκείς. Συγκεκριμένα παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής σε αυτής της φύσης τα αδικήματα, τα οποία διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα και επιφέρουν σοβαρές συνέπειες, ως και στη μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθηκε στην κατοχή του εφεσίβλητου. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή να μην έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα.
Στην απόφασή του, μεταξύ πολλών άλλων παραμέτρων, το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε κατονόμασε τον ιθύνοντα νου της παράνομης επιχείρησης. Αναφέρει συγκεκριμένα το Ανώτατο: «Η συνεργασία ενός κατηγορούμενου με τις διωκτικές αρχές και στη συνέχεια η παραδοχή του στο δικαστήριο, αναμφίβολα αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Στην παρούσα όμως περίπτωση, ο παράγοντας «συνεργασία» του εφεσίβλητου, ήταν πολύ περιορισμένης αξίας. Αφενός γιατί συνελήφθη επ’ αυτοφώρω για κατοχή ναρκωτικών και ο εντοπισμός της μεγάλης ποσότητας που απέκρυπτε στο διαμέρισμα του ήταν αναπόφευκτος, ακόμα και χωρίς τη δική του υπόδειξη και αφετέρου, η μη αποκάλυψη του ιθύνοντα νου, μείωσε στο ελάχιστο την αξία της συνεργασίας, στοιχεία στα οποία το Κακουργιοδικείο φαίνεται να μην έχει προσδώσει τη δέουσα σημασία. Η δε έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβαση των μελών της αστυνομίας ήταν αυτή που τερμάτισε την εγκληματική συμπεριφορά του εφεσίβλητου και απέτρεψε την εκ μέρους του διακίνηση και διάθεση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών στην κυπριακή κοινωνία».
Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο τονίζει ότι η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής σαφώς δεν αντανακλάται στο ύψος των ποινών που τελικά επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο από το Κακουργιοδικείο και ως εκ τούτου δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, το οποίο τελικά αύξησε την ποινή φυλάκισης από τα 7 στα 10 χρόνια.
.
Ρεπορτάζ: Παναγιώτα Χαραλάμπους / Φιλελεύθερος