Αμμόχωστος: Η δολοφονία πατέρα 5 ανηλίκων

Εκείνος ο Αύγουστος σημάδεψε τη ζωή τους και θα φέρουν αυτά τα σημάδια ανεξίτηλα για πάντα. Ήταν ο Αύγουστος του 1974, που στιγμάτισε τις ζωές όλων των παιδιών των αγνοουμένων. Με έναν τρόπο διαφορετικό από τα παιδιά των πεσόντων. Τα παιδιά των αγνοουμένων ήταν η γενιά των Κυπριόπουλων που μεγάλωσαν με την ελπίδα ότι μια μέρα θα γυρνούσαν οι πατεράδες τους. Και σε κάποιες περιπτώσεις, οι πατεράδες και οι μανάδες τους. Και έπρεπε, δυστυχώς, να ενηλικιωθούν για να αντιληφθούν πως οι αγνοούμενοι γονείς τους δεν επρόκειτο να γυρίσουν. Για κάποια παιδιά οι γονείς όντως «γύρισαν». Αλλά μέσα σε μαύρα σακούλια, με ό,τι απέμεινε σε λείψανα και προσωπικά αντικείμενα, στα χρόνια που πέρασαν, αφού παρέμειναν θαμμένοι εκεί που τους εκτέλεσαν οι στρατιώτες του Τούρκου εισβολέα και οι Τουρκοκύπριοι μουτζαχεντίν συνεργάτες τους.

Όπως την περίπτωση του 40χρονου, πολύτεκνου οικογενειάρχη, Γιώργου Χριστοδούλου από τις Μάντρες Αμμοχώστου. Συνελήφθη από τους στρατιώτες του Αττίλα στα μέσα Αυγούστου 1974 στο χωριό του και δολοφονήθηκε στο Τζιάος στις 2 Σεπτεμβρίου τον ίδιο χρόνο, μαζί με άλλους τέσσερις συγχωριανούς του. Πίσω του άφησε πέντε ορφανά, το μεγαλύτερο 12 περίπου χρόνων και το μικρότερο δύο. Η μητέρα τους, η κ. Μαργαρίτα, βασανίστηκε πολύ να τα μεγαλώσει. Πριν από δέκα χρόνια, η οικογένεια του 40χρονου οικογενειάρχη έμαθε όλη την αλήθεια και τι έγινε στο Τζιάος στις 2 Σεπτεμβρίου 1974. Ο αγαπημένος τους άνθρωπος, ο πατέρας πέντε παιδιών που μεγάλωσαν με την ελπίδα να τον σφίξουν στην αγκαλιά τους, «γύρισε». Αλλά μέσα σε ένα μαύρο σακούλι που βρισκόταν σε ένα κιβώτιο. Σε αυτό υπήρχαν όλα σχεδόν τα οστά του. Η σύζυγός του τον αναγνώρισε από μια ιδιαιτερότητα στο ένα του πόδι, τη ζώνη και τις κάλτσες του. Και ήταν τότε που η οικογένεια έμαθε την πικρή αλήθεια.
(Αξίζει να αναφερθεί πως τα γυναικόπαιδα είχαν προλάβει να μετακινηθούν από το χωριό στις αρχές Αυγούστου, μετά από προτροπές της Εθνικής Φρουράς).

Η δολοφονία του
Μιλώντας στον «Φ» για τον πατέρα του, ο 10χρονος τότε γιος του Χριστοδούλου, Γιάννης Γ. Χριστοδούλου, μας ανέφερε πως μετά τη σύλληψή τους στο χωριό τους από τους Τούρκους περί τα μέσα Αυγούστου 1974, ο πατέρας του και άλλοι χωριανοί μεταφέρθηκαν στη Γύψου. Από εκεί, στις 2 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με πληροφορίες που τους δόθηκαν, θα μεταφέρονταν στη Λευκωσία για να παραδοθούν στις ελεύθερες  περιοχές. Ωστόσο, έξω από το Τζιάος το λεωφορείο σταμάτησε και οι Τούρκοι αποβίβασαν πέντε άντρες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Γιώργος Χριστοδούλου. Τα οστά τους βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο. Όπως προέκυψε από την επιστημονική εξέταση των δεδομένων, οι πέντε δολοφονηθέντες αρχικά πυροβολήθηκαν πισώπλατα στη σπονδυλική στήλη και ακολούθως δέχθηκαν τη χαριστική βολή στον κρόταφο. Τάφηκαν δεμένοι πισθάγκωνα.  

Η περιπλάνηση της οικογένειας
Μετά τη φυγή από το χωριό, η Μαργαρίτα με τα πέντε μικρά παιδιά της κατέληξαν στο Λιοπέτρι και από εκεί σε ένα άθλιο σπίτι στον Τουρκομαχαλά στη Λεμεσό. Ήταν τόσο άθλιο που προτίμησαν να πάνε σε συνοικισμό αντίσκηνων έξω από τη Λεμεσό και μετά στον συνοικισμό του Αγίου Αθανασίου. Ακολούθως επέστρεψαν πίσω στην ελεύθερη Αμμόχωστο και στον προσφυγικό συνοικισμό Παραλιμνίου. Όταν ήταν στη Λεμεσό, ο Γιάννης θυμάται έντονα δυο περιστατικά. Μια μέρα η μητέρα του δεν είχε χρήματα για ψωμί και φαγητό. Έκλαιγε και τηλεφώνησε απελπισμένη σε έναν στενό συγγενή. Αυτός μόλις είχε πληρωθεί τον μισθό του, ήταν Παρασκευή. Πήγε και της πήρε πέντε λίρες. Πήραν ψωμί και φαγητό και σταμάτησε να κλαίει η μητέρα του.

Μια άλλη περίπτωση που θυμάται ο 54χρονος σήμερα Γιάννης ήταν όταν η μάνα του τον έδωσε αναγιωτό (θετό) σε μια εύπορη οικογένεια στη Λεμεσό. Ήταν πλούσια και τον αγαπούσανε. Μα αυτός σκεφτόταν μέρα νύχτα τη μάνα του και τα αδέλφια του. Μια μέρα σηκώθηκε και έφυγε. Πήγε και τους βρήκε. 

«Ήρθα μάνα. Προτιμώ εσάς και τη φτώχεια. Την οικογένειά μου», ψέλλισε στη μάνα του. Τον έβαλε στην αγκαλιά της δακρυσμένη. «Το ένιωθα πως θα ερχόσουν», του είπε. Με κάτι λίγα χρήματα που κρατούσε πήγε και αγόρασε συκώτι. Το έψησαν και έφαγαν. Ήταν το πάρτι που γύρισε ο Γιάννης πίσω στη μάνα και τα αδέλφια του.

Τα παιδιά του Γιώργου Χριστοδούλου, παρά τη φτώχεια και τα βάσανα, την απουσία του, ήταν πάντα πολύ περήφανα γι’ αυτόν. Τρέφουν απεριόριστη εκτίμηση προς τον Δήμο Παραλιμνίου και τους δημότες του. Κι αυτό, γιατί τους έκανε να νιώσουν εθνική περηφάνια για τον πατέρα τους. Πριν από δέκα περίπου χρόνια, όταν είχαν βρεθεί τα λείψανά του, ομόφωνα το Δημοτικό Συμβούλιο Παραλιμνίου αποφάσισε να αναλάβει τα έξοδα της κηδείας και να παραχωρήσει δωρεάν τον τάφο στην οικογένεια στο Δημοτικό Κοιμητήριο. Παρόλο που ο Γιώργος Χριστοδούλου, δεν καταγόταν από το Παραλίμνι. 

Το παράπονο του γιου του, Γιάννη
Η φτώχεια. Το αίσθημα πως δεν είχε χορτάσει όσο θα ήθελε. Το φαγητό της Μέριμνας Προσφύγων. Τα ρούχα από τον Ερυθρό Σταυρό. Ο πατέρας που έλειπε όταν παντρεύτηκαν. Όταν άρχισαν να βαφτίζουν τα παιδιά τους. Όταν τα παιδιά τους, τους χάρισαν παιδιά και ο παππούς έλειπε να δει τα δισέγγονα. Τα πικρά αισθήματα των παιδιών των αγνοουμένων. Μαζί και η ανυπαρξία, επί της ουσίας, του κράτους στα σοβαρά προβλήματα αυτών των παιδιών. Ούτε μια δουλειά έστω και κλητήρα, γιατί την έπαιρναν «πάντα αυτοί που είχαν μπαμπά με μέσο», μονολογεί ο Γιάννης. 


Και καταλήγει λέγοντας το παράπονό του που δεν τους ενημέρωσε έγκαιρα η Δημοκρατία για το γεγονός ότι ο πατέρας του είχε εκτελεσθεί εν ψυχρώ και παρήλθε η περίοδος για να ενάγουν την Τουρκία.


ΠΗΓΗ:ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ