Αμμόχωστος: Γλίτωσε από θαύμα από τους Τούρκους



ΘΕΜΑ: Χριστιάνα Διονυσίου / ant1.com.cy

Είναι πολύ καλός, ευγενικός και αθώος. Είναι από τους ανθρώπους που επειδή έχουν νιώσει πως είναι να είσαι πληγωμένος, στενοχωρημένος, φροντίζουν ώστε να μην νιώσει κανείς άλλος αυτά τα συναισθήματα.
Η εισβολή του 1974 του άφησε τις περισσότερες πληγές αλλά το γεγονός ότι γλύτωσε από τα χέρια των Τούρκων είναι για εκείνον το μεγαλύτερο θαύμα...

Ο κύριος Γιώργος Καστάνας αναφέρει στο Ant1.com.cy:

«Γεννήθηκα στις 10/4/1957 στο Λευκόνοικο και έχω 5 αδέλφια. Ο πατέρας μου ήταν γεωργοκτηνοτρόφος. Ήμασταν άνθρωποι φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Βοηθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια και η ζωή μας κυλούσε ήρεμα μέχρι τον Ιούλιο του 1974. Από τότε όλα άλλαξαν και ως πριν μερικά χρόνια, κουβαλούσα τα σημάδια στο σώμα μου. Ήμουν μόλις 17 ετών τότε…


Στις 20 Ιουλίου 1974…


Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί και δεν έπαιρνε τίποτα μαζί του. Θυμάμαι που στην καρότσα του τρακτέρ μας, ανέβηκαν 40 γυναικόπαιδα και ολονών  τα μάτια ήταν γεμάτα φόβο. Εγώ έμεινα πίσω μαζί με έναν θείο μου αλλά και έναν γείτονα που ήταν από την Σμύρνη για να πάρουμε τα πρόβατα μας στο Αυγόρου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια που μου είπε τότε ο γείτονας μου: «Οι Τούρκοι δεν πρόκειται να φύγουν, ποτέ δεν δίνουν πίσω ότι πάρουν. Πάρε όσα περισσότερα μπορείς από το σπίτι σου». 


Ξεκινήσαμε το απόγευμα μαζί με τα ζώα μας και το βράδυ κοιμηθήκαμε στη Μηλιά (κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου).  Το πρωί καθυστερήσαμε μέχρι να ταΐσουμε τα ζώα και κάποια στιγμή, οι Τούρκοι  μας περικύκλωσαν και άρχισαν να πυροβολούν.  Ευτυχώς δεν κατάφεραν να σκοτώσουν κανέναν μας και για 4 ολόκληρες μέρες, κρυβόμασταν στη Μηλιά. Εγώ κρυβόμουν μέσα σε ένα πηγάδι και έβγαινα μόνο το βράδυ. Οι στρατιώτες όμως  υποψιάστηκαν ότι μπορεί να κρύβεται άνθρωπος στο πηγάδι και κάποια στιγμή άρχισαν να ρίχνουν πέτρες. Ευτυχώς -αν και με αρκετά τραύματα- κατάφερα να γλυτώσω... Ήταν σίγουρα από θαύμα…


Στο χωριό γνωρίσαμε ακόμα 5 άτομα – ήταν μια οικογένεια- που και αυτοί κουβαλούσαν τα ζώα τους και μαζί συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Θέλαμε να πάμε στην Δερύνεια.  Δεν προλάβαμε όμως, μας συνέλαβαν οι Τούρκοι. 

Η κόρη του ζευγαριού που ήταν μαζί μας μιλούσε Αγγλικά και με κλάματα τους παρακάλεσε να μην μας σκοτώσουν. Εκείνοι, έβαλαν την οικογένεια σε ένα λαντρόβερ ενώ εμάς τους 3 μας έβαλαν μέσα σε ένα φορτηγό και μας πήγαν στην Αμμόχωστο. Μας πήγαν πρώτα στο Δημαρχείο και μας άρχισαν τις ανακρίσεις. Μετά μας πήραν στις φυλακές της Αμμοχώστου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου…

Κάποια στιγμή πυροβόλησαν και σκότωσαν 2 άντρες που στεκόντουσαν δίπλα μου. Ξέρω ότι σκότωσαν πολλούς εκείνη την ημέρα.  

Όλο το βράδυ στο κελί μου έκλαιγα…Την επόμενη μέρα μας πήγαν στο γκαράζ Παυλίδη.

 Εντωμεταξύ μας είχαν δεμένα τα μάτια και μας έσπαζαν στο ξύλο. Κάποια στιγμή δεν ξέρω πως τα κατάφερα και λύθηκα. Και αφού ελευθερώθηκαν τα χέρια μου, έβγαλα και το ρούχο που μου είχαν δεμένα τα μάτια. Με είδαν όμως και με έσπασαν ξανά στο ξύλο. Μάλιστα αυτή τη φορά μου είχαν δέσει τόσο σφιχτά τα χέρια, που μέχρι πριν μερικά χρόνια είχα έντονα τα σημάδια. 


Μου πήραν το πουκάμισο και τα παπούτσια και ούτε νερό  μας έδιναν να πιούμε.  Με είχαν για ενάμιση μήνα φυλακισμένο και ποτέ δεν πίστευα ότι θα με ελευθέρωναν. Νόμιζα ότι κάποια στιγμή θα μας σκότωναν όλους. 

Όταν γυρίσαμε πίσω στους δικούς μας ήταν σαν να είχαμε γεννηθεί ξανά, ήταν σαν να μας έδινε ένα δώρο ο Θεός… Οι γονείς και τα αδέλφια μου δεν ήξεραν που ήμουν. Το μόνο που τους είχαν πει είναι οτι με έπιασαν οι Τούρκοι και με είχαν για αγνοούμενο.  


Τα χρόνια πέρασαν…


Ποτέ και κανείς όμως δεν μπορεί να ξεχάσει όλα όσα βιώσαμε το 1974. Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω εκείνη τη διαδρομή με τα πρόβατα, που κρυβόμουν στο πηγάδι. Δεν θα ξεχάσω όλα όσα βίωσα στις φυλακές, τα σημάδια στα χέρια μου που κράτησαν για τόσα χρόνια.


Πέρασα όμως αρκετά δύσκολα και μετά στη ζωή μου…


Έχασα το εγγόνι μου από καρκίνο. Ήταν σχεδόν 2 ετών το μωράκι μας και μερικά χρόνια αργότερα, έχασα το γαμπρό μου, τον πατέρα του παιδιού και μάλιστα απο την ίδια ασθένεια. 


Έβλεπα την κόρη μου να πονάει και δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να της απαλύνω τον πόνο. Την είχα όμως μαζί μου, κοντά μας, με τα παιδάκια της και κάθε μέρα προσευχόμουν στο Θεό να της δίνει δύναμη να μπορεί να συνεχίσει δίπλα στα εγγόνια μου. 


Θεέ μου!!! Πόσοι συμπατριώτες μας χάθηκαν το 1974 και πόσοι τα τελευταία χρόνια από ασθένειες αλλά κυρίως από καρκίνο. Ο Θεός να μας φιλάει όλους! 


Αιωνία η μνήμη όλων των συμπατριωτών μας που έφυγαν από τη ζωή το 1974 αλλά και από αυτή την καταραμένη ασθένεια».   

 

Ο κύριος Γιώργος μαζί με την εγγονή του